- φουρνάρικο
- τοφούρνος, κλίβανος, αρτοποιείο, αρτοπωλείο, ψωμάδικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουρνάρικο — το, Ν [φούρναρης] κατάστημα που παρασκευάζει και ψήνει ψωμί, φούρνος, αρτοποιείο … Dictionary of Greek
φούρνος — ο / φοῡρνος, ΝΜΑ θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών νεοελλ. 1. φουρνάρικο, αρτοποιείο 2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο 4. εστία ατμολέβητα 5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού… … Dictionary of Greek